- μωαμεθανικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωάμεθ ή στους μωαμεθανούς και στον μωαμεθανισμό.επίρρ...μωαμεθανικώς και -άμε μωαμεθανικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μωαμεθανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.